- συγγραφικός
- συγγραφικόςgiven to writingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγγραφικός — ή, ό / συγγραφικός, ή, όν, ΝΜΑ [συγγραφή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγγραφή ή στον συγγραφέα (α. «συγγραφική ικανότητα» β. «...καὶ δεινότητος συγγραφικής», Λουκιαν.) νεοελλ. φρ. «συγγραφικά δικαιώματα» (νομ.) τα ηθικά και οικονομικά… … Dictionary of Greek
συγγραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο συγγραφέα ή τη συγγραφή: Ανέπτυξε συγγραφική δραστηριότητα. – Πούλησε τα συγγραφικά δικαιώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγγραφικά — συγγραφικός given to writing neut nom/voc/acc pl συγγραφικά̱ , συγγραφικός given to writing fem nom/voc/acc dual συγγραφικά̱ , συγγραφικός given to writing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγραφικώτερον — συγγραφικός given to writing adverbial comp συγγραφικός given to writing masc acc comp sg συγγραφικός given to writing neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγραφικόν — συγγραφικός given to writing masc acc sg συγγραφικός given to writing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγραφικαί — συγγραφικός given to writing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγραφικοῖς — συγγραφικός given to writing masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγραφικοῦ — συγγραφικός given to writing masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγραφικούς — συγγραφικός given to writing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγραφικῆς — συγγραφικός given to writing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)